ἐντάσεως

ἐντάσεως
ἐντάσεω̆ς , ἔντασις
inscribing
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λεόντιεφ, Βασίλι — (Wassily Leontief, Αγία Πετρούπολη 1906 – Νέα Υόρκη 1999). Αμερικανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός, ρωσικής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής των οικονομικών. Ο ίδιος πήρε πτυχίο οικονομολόγου το 1925 από το πανεπιστήμιο της γενέτειράς …   Dictionary of Greek

  • ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η …   Dictionary of Greek

  • ακτινομετρία — η(Μετεωρ.) η μέτρηση τής εντάσεως ακτινοβολιών και ιδιαίτερα τών ηλιακών. Για τη μέτρηση τής ηλιακής ακτινοβολίας, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μετεωρολογία και την κλιματολογία, χρησιμοποιούνται διάφορα όργανα, που χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

  • εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και …   Dictionary of Greek

  • κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας …   Dictionary of Greek

  • κουλόμ(π) — το μονάδα μετρήσεως τού ηλεκτρισμού που μεταφέρεται σε ένα δευτερόλεπτο από ρεύμα εντάσεως ενός αμπέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coulomb < όν. τού Γάλλου φυσικού Charles de Coulomb] …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • παραύξησις — ἡσεως, ἡ, ΜΑ [παραυξάνω] 1. μεγέθυνση, αύξηση 2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση 3. αύξηση τής εντάσεως 4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών αρχ. 1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών 2. μετρική μήκυνση, έκταση 3. τραγούδημα σε… …   Dictionary of Greek

  • ροογράφος — ο, Ν (ηλεκτρολ.) όργανο αυτόματης καταγραφής τών μεταβολών εντάσεως τού ρεύματος …   Dictionary of Greek

  • φασικός — ή, ό, Ν [φάση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φάση 2. φρ. «φασική απόκλιση» φυσ. η χρονική απόσταση μεταξύ τάσεως και εντάσεως τού εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”